Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελάτος
1 εγγραφή
μελάτος -η -ο [melátos] Ε3 : 1. για αυγό που είναι βρασμένο έτσι, ώστε να μην έχει στερεοποιηθεί. ANT σφιχτό. 2. (λογοτ.) πολύ γλυκός.

[μέλ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες