Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελάς ο [melás] Ο1 : (λαϊκότρ.) παραγωγός ή έμπορος μελιού.
[μέλ(ι) -άς]
- μέλας -αινα -αν [mélas] Ε : (λόγ.) μαύρος: Ο ~ ζωμός, ονομασία φαγητού των νέων της αρχαίας Σπάρτης. || (σε γεωγραφικές ονομασίες): Ο Mέλας Δρυμός.
[λόγ. < αρχ. μέλας]
- μελάσα η [melása] Ο25 : σκουρόχρωμο, γλυκό και πυκνόρρευστο υγρό που δημιουργείται κατά την κρυσταλλοποίηση της ζάχαρης: ~ από τεύτλα / από ζαχαροκάλαμο.
[ιταλ. melassa ή γαλλ. melass(e) -α]