Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειράκιο
1 εγγραφή
μειράκιο το [mirákio] Ο40 : (ειρ.) για έφηβο συνήθ. ανώριμο και επιπόλαιο.

[λόγ. < αρχ. μειράκιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες