Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειοψηφώ [miopsifó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε μειοψηφία. ANT πλειοψηφώ. α. παίρνω ή έχω λιγότερες ψήφους από κπ. άλλο: Mειοψηφεί ένα κόμμα στις εκλογές / στη βουλή. Mειοψηφεί μία παράταξη στο δημοτικό / διοικητικό συμβούλιο. ~ στις εκλογές, παίρνω λιγότερες ψήφους, έρχομαι δεύτερος. ~ σε ψηφοφορία, καταψηφίζω πρόταση που τελικά παίρνει την πλειοψηφία. β. (για τμήμα ή ποσοστό ενός συνόλου) είμαι αριθμητικά μικρότερος: Στο σύνολο των εκπαιδευτικών οι άντρες μειοψηφούν έναντι των γυναικών.
[λόγ. μειοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- μειοψηφών -ούσα -ούν [miopsifón] Ε12β : (λόγ.) που μειοψηφεί, που δε διαθέτει την πλειοψηφία. ANT πλειοψηφών: H μειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
[λόγ. μεε. του μειοψηφώ]