Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειονοψηφώ
1 εγγραφή
μειονοψηφώ [mionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) μειοψηφώ.

[λόγ. μειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες