Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειονοψηφία η [mionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η μειοψηφία.
[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |