Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειλιχιότητα
1 εγγραφή
μειλιχιότητα η [milixiótita] Ο28 : η ιδιότητα του μειλίχιου ανθρώπου.

[λόγ. μειλίχι(ος) -ότης > ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες