Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθυλένιο
1 εγγραφή
μεθυλένιο το [meθilénio] Ο40 : (χημ.) δισθενής ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και δύο άτομα υδρογόνου.

[λόγ. < γαλλ. méthylène < αρχ. μέθ(υ) `ποτό που έχει υποστεί ζύμωση΄ + ὕλ(η) `ξύλο, υλικό υπόλοιπο΄ -èn(e) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες