Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθοδεύω
1 εγγραφή
μεθοδεύω [meθoδévo] -ομαι Ρ5.1 : προετοιμάζω συστηματικά και πραγματοποιώ βαθμιαία κτ.: Φασιστικά στοιχεία μεθοδεύουν την κατάλυση της δημοκρατίας. Mεθόδευε από χρόνια την άνοδό του στην εξουσία.

[λόγ. < ελνστ. μεθοδεύω `εξετάζω με μέθοδο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες