Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγιστοποιώ
1 εγγραφή
μεγιστοποιώ [mejistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω, δημιουργώ κτ. στον ανώτατο δυνατό βαθμό.

[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. maximiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες