Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγιστοποιώ [mejistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω, δημιουργώ κτ. στον ανώτατο δυνατό βαθμό.
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. maximiser]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. maximiser]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |