Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγα- 1 [meγa] & μεγά- [meγá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. δηλώνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις, πάνω από το συνηθισμένο: ~κατασκευή, ~κτίριο· ~λιθικός. || ~θήριο. 2. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική, υπέρμετρη ανάπτυξη, κυρίως σε μήκος, αυτού που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγαλο-4). ANT μικρο-
1II3: ~γναθία, μακρογναθία· ~δακτυλία, μεγαλοδακτυλία. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία των στοιχείων που υπονοεί το β' συνθετικό: μεγάθυμος. [λόγ. < αρχ. μεγα- θ. του επιθ. μέγα(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μεγά-θυμος & διεθ. mega- < αρχ. μεγα-: μεγα-λιθικός < γαλλ. megalithique, μεγα-θήριο < νλατ. mega therium]
- μεγα- 2 & μεγ- [meγ] πριν από [a] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώ νει το β' συνθετικό· (πρβ. μικρο- 2): ~βάτ, ~βόλτ, ~τόνος, ~χέρτς, μεγαμπέρ. Ένα ~βάτ ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.
[λόγ. < διεθ. mega- `ένα εκατομμύριο΄ < αρχ. μεγα- (δες μεγα- 1) ως α' συνθ.: μεγά-κυκλοι < διεθ. mega- + cycles]