Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλόσχημος -η -ο [meγalósximos] Ε5 : 1. (συνήθ. ειρ., για πρόσ.) που κατέχει υψηλό αξίωμα. 2. (εκκλ., για μοναχό) που ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα της μοναχικής ιεραρχίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. μεγαλόσχημος < μεγαλο- + σχήμ(α) -ος (διαφ. το ελνστ. μεγαλόσχημος `ογκώδης΄)]