Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλόνησος η [meγalónisos] Ο36 : πολύ μεγάλο νησί, συνήθ. για την Kύπρο ή την Kρήτη: Ο πρωθυπουργός θα παραστεί στις εκδηλώσεις που θα γίνουν στη μεγαλόνησο (Kρήτη). H επέτειος της τουρκικής εισβολής στη μεγαλόνησο (Kύπρο).
[λόγ. μεγάλ(ος) -ο- + νήσος]