Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλουσιάνος ο [meγalusxános] Ο18 θηλ. μεγαλουσιάνα [meγalusxána] Ο25α : (προφ., μειωτ.) αυτός που έχει ανώτερη θέση στην κοινωνική ή την κρατική ιεραρχία.
[μσν. *μεγαλουσιάνος (πρβ. μσν. μεγαλοσιάνος με παρετυμ.) < μεγαλ(ο)- + ουσί(ον) -άνος, ουσίον: `μακρύ πολυτελές πανωφόρι΄ < υστλατ. haucia(;)· μεγαλουσιάν(ος) -α]