Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλομανής
1 εγγραφή
μεγαλομανής -ής -ές [meγalomanís] Ε10 : που ασχολείται με πράγματα ανώτερα από τις δυνατότητές του και διακατέχεται από έντονη επιθυμία για απόκτηση δύναμης και δόξας: ~ άνθρωπος / συμπεριφορά.

[λόγ. < γαλλ. mégalomane < mégalo(manie) = μεγαλο(μανία) -mane = -μανής (διαφ. το ελνστ. μεγαλομανής `πολύ μανιακός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες