Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλομανής -ής -ές [meγalomanís] Ε10 : που ασχολείται με πράγματα ανώτερα από τις δυνατότητές του και διακατέχεται από έντονη επιθυμία για απόκτηση δύναμης και δόξας: ~ άνθρωπος / συμπεριφορά.
[λόγ. < γαλλ. mégalomane < mégalo(manie) = μεγαλο(μανία) -mane = -μανής (διαφ. το ελνστ. μεγαλομανής `πολύ μανιακός΄)]