Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλοκαρχαρίας ο [meγalokarxarías] Ο3 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για επιχειρηματία οικονομικά πολύ ισχυρό, ο οποίος ανταγωνίζεται σκληρά τους άλλους ή εκμεταλλεύεται το λαό.
[λόγ. μεγαλο- + καρχαρίας απόδ. γαλλ. requin]



