Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαθήριο
1 εγγραφή
μεγαθήριο το [meγaθírio] Ο42 : 1. (παλαιοντ.) ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων που έζησε κατά την τριτογενή και τεταρτογενή περίοδο. 2. (μτφ.) ιδίως για κτίριο πολύ ή υπερβολικά μεγάλο· (πρβ. μαμούθ): Ένα ~ είκοσι ορόφων χτίστηκε στη θέση του παλιού διώροφου σπιτιού.

[λόγ. < νλατ. megatherium < mega- = μεγα- 1 + αρχ. θηρίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες