Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαυσωλείο το [mafsolío] Ο39 : μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα: Tο ~ του Λένιν στη Mόσχα / της Aλικαρνασσού.
[λόγ. < ελνστ. Μαυσωλεῖον (αρχ. όν. Μαύσωλος)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. Μαυσωλεῖον (αρχ. όν. Μαύσωλος)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |