Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυροντυμένος
1 εγγραφή
μαυροντυμένος -η -ο [mavrodiménos] Ε3 : που φοράει μαύρα ρούχα: Mαυροντυμένη γυναίκα.

[μαυρο- + ντυμένος μππ. του ντύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες