Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρομάνικος
1 εγγραφή
μαυρομάνικος -η -ο [mavrománikos] Ε5 : (ιδ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή.

[μσν. μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες