Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυράκι
1 εγγραφή
μαυράκι το [mavráki] Ο44α : (οικ.) παιδί που ανήκει στη μαύρη φυλή και με επέκταση πολύ μελαχρινό.

[μαύρ(ος) υποκορ. -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες