Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματόφυλλο
1 εγγραφή
ματόφυλλο το [matófilo] Ο41 : (λογοτ.) το βλέφαρο.

[ελνστ. ή μσν. ὀμματόφυλλον (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oma > toma > to-ma] ) < ομματ- (όμμα) -ο- + φύλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες