Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματρόνα
1 εγγραφή
ματρόνα η [matróna] Ο25α : 1. (σπάν.) μεγαλόσωμη γυναίκα. 2. (λαϊκ.) η μαστροπός.

[ελνστ. ματρῶνα `παντρεμένη γυναίκα, οικοδέσποινα΄ (δείνωση της σημ.) < λατ. matrona (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες