Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματζούνι
1 εγγραφή
μαντζούνι το [mandzúni] & ματζούνι το [madzúni] Ο44 : 1. κάθε πρακτι κό φάρμακο, ιδίως όταν αυτό έχει μορφή πολτού: Φτιάχνω / παίρνω ένα ~. Λέει ότι βρήκε ένα θαυματουργό ~ για τις στείρες γυναίκες. 2. είδος καραμέλας: Aγοράζω / τρώω ένα ~.

[ματζ-: τουρκ. macun `θεραπευτικό παρασκεύασμα με ζάχαρη΄ -ι· μαντζ-: ερρινοπ. του [dz] ύστερα από φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες