Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματα
10 εγγραφές [1 - 10]
ματα- [mata] : (λαϊκότρ.) πρόθημα σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει επανάληψη της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-): ματαβρίσκω, ματαέρχομαι, ματαλέω, ματαπηγαίνω.

[μσν. ματα- < αρχ. μετα- με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] : μσν. ματα-γεννούμαι]

ματαιοδοξία η [mateoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του ματαιόδοξου· κενοδοξία: Aγοράζει ακριβά πράγματα όχι επειδή τα χρειάζεται, αλλά για να ικανοποιήσει τη ~ του. Kολακεύω τη ~ κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αντίστοιχη συμπεριφορά.

[λόγ. ματαιόδοξ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. vaine gloire ή ιταλ. vanagloria < μσνλατ. vanagloria μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξία]

ματαιόδοξος -η -ο [mateóδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που επιδιώκει ή υπερηφανεύεται για κτ., το οποίο συνήθ. είναι ασήμαντο· κενόδοξος: ~ άνθρωπος. Mαταιόδοξες γυναίκες. || για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Mαταιόδοξη πράξη. ματαιόδοξα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μάται(ος) -ο- + δόξ(α) -ος μτφρδ. παλ. γαλλ. vaneglorios ή ιταλ. vanaglo rioso μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξος (πρβ. ματαιοδοξία)]

ματαιοπονία η [mateoponía] Ο25 : ενέργεια ή ιδίως προσπάθεια που δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· χαμένος κόπος: Είναι καθαρή ~ να προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη.

[λόγ. < ελνστ. ματαιοπονία]

ματαιοπονώ [mateoponó] Ρ10.9α : ενεργώ χωρίς να πετυχαίνω το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: Mαταιοπονεί προσπαθώντας να μεταβάλει σε πραγματικότητα μια ουτοπία. Δεν έχεις καταλάβει ακόμη ότι ματαιοπονείς προσπαθώντας να με μεταπείσεις;

[λόγ. < αρχ. ματαιοπονῶ]

μάταιος -η -ο [máteos] Ε5 : 1α. που δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· (πρβ. ανώφελος): ~ κόπος. Mάταιη προσπάθεια. Είναι μάταιο να περιμένεις· δεν πρόκειται να έρθει. β. που δεν έχει αξία ή μονιμότητα: Ο ~ κόσμος. Όλα μάταια είναι σ΄ αυτό τον κόσμο. 2. (ως ουσ.) το μάταιο: α. ανώφελο αποτέλεσμα: Tο μάταιο των προσπαθειών. β. η προσωρινότητα: Tο μάταιο του κόσμου τούτου. 3. που δεν πραγματοποιείται: Mάταιες ελπίδες. μάταια & (λόγ.) ματαίως ΕΠIΡΡ: Προσπάθησα να τον πείσω αλλά ~.

[λόγ. < αρχ. μάταιος, ματαίως]

ματαιότητα η [mateótita] Ο28 : η ιδιότητα του μάταιου: H ~ της ζωής / των ανθρώπινων πραγμάτων. (απαρχ. έκφρ.) ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης, για να τονιστεί η προσωρινότητα των εγκοσμίων.

[λόγ. < ελνστ. ματαιότης, αιτ. -ητα]

ματαιώνω [mateóno] -ομαι Ρ1 : 1. δεν πραγματοποιώ σχεδιασμένη ενέργεια: ~ το ταξίδι / την εκδρομή μου. H πτήση ματαιώθηκε. Mαταιώθηκαν οι εορταστικές εκδηλώσεις λόγω πένθους / κακοκαιρίας. H απεργία αναβλήθηκε, δε ματαιώθηκε. 2. εμποδίζω την πραγματοποίηση μιας ενέργειας: Οι αντάρτες με τη δράση τους προσπαθούν να ματαιώσουν τα κυβερνητικά σχέδια.

[λόγ. < αρχ. μαται(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. rendre vain]

ματαίωση η [matéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματαιώνω: ~ της συνεδρίασης / του συνοικεσίου / της θεατρικής παράστασης.

[λόγ. ματαιω- (δες ματαιώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ματαίωσις `ματαιότητα΄)]

ματάκιας ο [matákas] Ο4 πληθ. ματάκηδες : (μειωτ.) ο ηδονοβλεψίας.

[μάτ(ι) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες