Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαστραπάς ο [mastrapás] Ο1 : (λαϊκότρ.) μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού.
μαστραπαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]