Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασκότ
1 εγγραφή
μασκότ η [maskót] Ο (άκλ.) : αντικείμενο που θεωρείται ότι μπορεί να φέρει ευτυχία ή γούρι. || (επέκτ.) το σύμβολο: H ~ των ολυμπιακών αγώνων της Aτλάντα.

[λόγ. < γαλλ. mascotte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες