Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μασκαράς 1 ο [maskarás] Ο1 : αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· καρναβάλι2: Nτύνομαι / γίνομαι ~.
[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara (δες μάσκαρα) -ς με τονική επίδρ. της λ. μασκαράς 2]
- μασκαράς 2 ο : 1. (μειωτ.) αυτός που κάνει μασκαραλίκια: Tης υποσχέθηκε γάμο ο ~, ενώ ήταν παντρεμένος. 2. για δήλωση θαυμασμού ή συμπάθειας για κπ.: Bρε το μασκαρά· τα κατάφερε.
μασκαρατζίκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρ. maskara -ς < αραβ. mashara· μασκαρ(άς) -ατζίκος κατά το φουκαρατζίκος]