Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασκέ
1 εγγραφή
μασκέ [maské] Ε (άκλ.) : 1. για χορό ή πάρτι στο οποίο οι προσκεκλημένοι είναι ντυμένοι με αποκριάτικα κουστούμια. 2. ντυμένος με αποκριάτικο κουστούμι: Όλοι οι καλεσμένοι ήταν ~.

[λόγ. < γαλλ. bal masqué `χορός μασκέ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες