Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρτυρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
μαρτυρώ 1 [martiró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : δίνω μια πληροφορία. 1. αναφέρω ότι κτ. υπάρχει ή συνέβη: Σλαβικές επιδρομές στον ελληνικό χώρο μαρτυρούνται από τον 6ο μ.X. αι. 2α. βεβαιώνω ή αποδει κνύω κτ.: Yπάρχουν κάποιες ενδείξεις που μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής σε άλλα ουράνια σώματα. β. (φιλολ., παθ.) αποδεικνύεται η ύπαρξή μου: Mαρτυρημένος γραμματικός τύπος. ANT αμάρτυρος. 3. φανερώνω, γνωστοποιώ κτ. μυστικό ή άγνωστο: Aλίμονό σου, αν μαρτυρήσεις! Aυτά που σου είπα να μην τα μαρτυρήσεις σε κανέναν.

[3: αρχ. μαρτυρῶ· 1, 2: λόγ. < αρχ. μαρτυρῶ]

μαρτυρώ 2 Ρ10.11α : υφίσταμαι μαρτύρια. α. ταλαιπωρούμαι πολύ: Mαρτύρησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Θα μαρτυρήσεις, αν πέσεις στα χέρια μου. β. πεθαίνω με μαρτυρικό θάνατο: Ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε και θάφτηκε στη Θεσσαλονίκη. Mαρτύρησε για την πίστη / για την ιδεολογία του.

[ελνστ. μαρτυρῶ < αρχ. μαρτυρῶ (δες μαρτυρώ 1) με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μάρτυς (δες μάρτυρας 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες