Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρξιστής
1 εγγραφή
μαρξιστής ο [marksistis] Ο7 θηλ. μαρξίστρια [marksístria] Ο27 : οπαδός του μαρξισμού: ~ λενινιστής, ο κομμουνιστής. || (ως επίθ.): ~ φιλόσοφος / επιστήμονας / πολιτικός.

[λόγ. < γαλλ. marxiste < ανθρωπων. (Karl) Marx (Γερμανός φιλόσοφος) -iste = -ιστής· λόγ. μαρξισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες