Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρκήσιος
1 εγγραφή
μαρκήσιος ο [markísios] Ο19 θηλ. μαρκησία [markisía] Ο25 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, ανώτερος από τον κόμη και κατώτερος από το δούκα.

[λόγ. < μσν. μαρκήσιος < μσνλατ. marcens(is) -ιος· λόγ. μαρκήσι(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες