Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαριολιά
1 εγγραφή
μαριολιά η [marjolá] Ο24 (χωρίς γεν. πληθ.) : ενέργεια ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μαριόλη: Kατάφερε να τον ξεμυαλίσει με τις μαριολιές της.

[μσν. μαριολιά < μαριόλ(ης) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες