Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαργαριταρένιος
1 item total
μαργαριταρένιος -α -ο [marγaritarénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μαργαριτάρια: Mαργαριταρένιο κολιέ. Ένας ~ σταυρός κρεμόταν στο λαιμό της. 2. (μτφ.) που μοιάζει με μαργαριτάρι: Xαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα μαργαριταρένια της δόντια.

[μαργαριτάρ(ι) -ένιος (πρβ. μσν. μαργαριταρένος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go