Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαραγκούδικο
1 εγγραφή
μαραγκούδικο το [maraŋgúδiko] Ο41 : (προφ.) το εργαστήριο του μαραγκού· ξυλουργείο.

[μαραγκ(ός) -ούδικο αντί -άδικο ίσως από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή αναλ. προς το μσν. πλανούδικο `μαραγκούδικο΄ < πλανούδ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος < πλάν(η) -ούδης < -ούδ(ι) 1 -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες