Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντό το [mantó] Ο (άκλ.) : είδος ελαφρού γυναικείου πανωφοριού.
[λόγ. < γαλλ. manteau]
- μαντόλα η [mandóla] Ο25α : είδος μουσικού οργάνου μεγαλύτερου από το μαντολίνο.
[ιταλ. mandola]
- μαντολάτο το [mandoláto] Ο39 : μαστιχωτό γλύκισμα που γίνεται από ασπράδι αυγού, αμύγδαλα και ζάχαρη ή μέλι.
[βεν. mandolato]
- μαντολινάτα η [mandolináta] Ο25α : α. ορχήστρα που αποτελείται από μαντολίνα ή άλλα συγγενικά μουσικά όργανα. β. μουσικό κομμάτι που εκτελείται από μαντολίνα.
[ιταλ. mandolinata]
- μαντολίνο το [mandolíno] Ο39 : έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις διπλές χορδές και κυρτό ηχείο, το οποίο παίζεται με πένα: Ο παππούς μου στα νιάτα του έπαιζε ~.
[ιταλ. mando lino]
- μαντόνα η [madóna] Ο25α : ονομασία της Παναγίας στην Iταλία καθώς και η σχετική παράσταση όπου αυτή κατά κανόνα κρατά στην αγκαλιά της το μικρό Xριστό: Mία ~ του Ραφαήλ. Γυναίκα όμορφη σαν ~. || (επέκτ.) για γυναίκα με σεμνή ομορφιά.
[ιταλ. madonna]
- παντούρα η [pandúra] & μπαντούρα η [bandúra] & μαντούρα η [mandú ra] Ο25 : πνευστό λαϊκό όργανο από καλάμι, με μονό γλωσσίδι.
[ελνστ. πανδούρα (προφ. [nd] ) ανατολ. προέλ. `τρίχορδο λαούτο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-pan > timban > tim-ban] · ίσως επίδρ. του ιταλ. mandura (ίσως < παντούρα)]