Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντάρα
1 εγγραφή
μαντάρα η [mandára] Ο (άκλ.) : στις ΦΡ τα κάνω ~: α. προκαλώ μεγάλη αναστάτωση, τα κάνω άνω κάτω. β. αποτυγχάνω: ~ τα έκανε στις εξετάσεις· αποκλείεται να προβιβαστεί. γίναμε ~, μαλώσαμε. τους έκανα ~, έκανα φασαρία, καβγά ή και προκάλεσα αναστάτωση.

[< αραβ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες