Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανουάλι το [manuáli] Ο44 : εκκλησιαστικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση των αναμμένων κεριών· κηροστάτης.
[μσν. μανουάλι(ο)ν (στη νέα σημ.) < υστλατ. (candelabrum) manual(e) `φορητό κηροπήγιο΄ -ιον]