Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανεκέν
1 εγγραφή
μανεκέν το [manekén] Ο (άκλ.) : πρόσωπο, συνήθ. νέα και όμορφη κοπέ λα, που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη των νέων μοντέλων στον τομέα της μόδας: ~ βαδίζουν με χάρη πάνω στην πασαρέλα. Kοπέλα σαν ~, ψηλή, λεπτή και πολύ ωραία.

[λόγ. < γαλλ. mannequin < ολλανδ. mannekijn `ανθρωπάκι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες