Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανά
10 εγγραφές [1 - 10]
μάνα η [mána] Ο25α πληθ. και μανάδες στη σημ. I : I1. η γυναίκα σε σχέση με τα παιδιά που αυτή έχει γεννήσει· μητέρα: Ποια ~ δε θυσιάζεται για το παιδί της! (έκφρ.) από την κοιλιά* της μάνας του. όπως τον γέννησε* η ~ του. (είναι) της μάνας του παιδί, όταν το παιδί μοιάζει πάρα πολύ στη μορφή ή, συνηθέστερα, στο χαρακτήρα με τη μητέρα του. (εδώ) χάνει η ~ το παιδί και το παιδί τη ~, για μεγάλη πολυκοσμία ή γενικά συνωστισμό. να τρώει η ~ και στο παιδί να μη δίνει, για πολύ νόστιμο φαγώσιμο. ΦΡ στου δια(β)όλου τη ~, πολύ μακριά. πουλάει κάποιος τη ~ του, είναι ηθικά αδίστακτος. σαν να του σκότωσαν τη ~, για άνθρωπο που κάποιο γεγονός τον εξοργίζει υπερβολικά. μου ζητάει κάποιος τη ~ και τον πατέρα, για υπερβολικές απαιτήσεις, ιδίως χρηματικές. από τη ~ του, από την κατασκευή του, από την αρχή: Tο αυτοκίνητο είχε κασετόφωνο από τη ~ του. ΠAΡ ΦΡ κατά ~ και πατέρα ή κατά ~ κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα), για παιδί που έχει ίδια ελαττώματα ή προτερήματα με τους γονείς του. || ~ μου, ως προσφώνηση: α. για πόνο, φόβο, έκπληξη ή θαυμασμό ανάλογα με τον τόνο της φωνής: ~ μου, πώς πονάω! β. για αγαπημένο πρόσωπο. 2. για πρόσωπο που φροντίζει για τους άλλους όπως η μάνα τα παιδιά της: Ο επιλοχίας είναι η ~ του λόχου. 3. για πρόσωπο πολύ ικανό, επιτήδειο: Είναι ~ στο να λέει ψέματα. 4. (οικ.) πρωτότυπο έγγραφο. II. (μτφ.) 1. (σε παιδικά παιχνίδια ιδ. ομαδικά): α. ο βασικός παίχτης ή ο αρχηγός του παιχνιδιού: Kάνω / παίζω τη ~. β. ορισμένος χώρος που παίζει ειδικό ρόλο στο παιχνίδι: Kρατάω / φυλάω τη ~. 2. σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως στα χαρτιά, η κάσα, η μπάνκα. 3. (στο τάβλι) το πρώτο πούλι, αυτό που βρίσκεται στη θέση εκκίνησης: Mου χτύπησε τη ~. 4. (λαϊκότρ.) πηγή άφθονου νερού. μανούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I. μανουλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ I. μανίτσα η YΠΟKΟΡ (λαϊκότρ.) στη σημ. I, ιδ. ως προσφώνηση.

[μσν. μάννα < μάμμα (δες μαμά) με ανομ. [m-m > m-n] (ορθογρ. απλοπ.)· μάν(α) -ούλα· μανούλ(α) -ίτσα· μάν(α) -ίτσα]

μανά [maná] : μόνο στη ΦΡ ξανά* ~.

[< ξανά με αντικατάσταση ξ- > μ- (δες στο μ-)]

μανάβης ο [manávis] Ο11 θηλ. μανάβισσα [manávisa] Ο27α : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την πώληση, ιδίως τη λιανική, φρούτων και λαχανικών: Ο ~ της γειτονιάς. Πλανόδιος ~.

[τουρκ. manav -ης· μανά β(ης) -ισσα]

μαναβική η [manavikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : το επάγγελμα του μανάβη: Aσχολείται με τη ~. Είδη μαναβικής, φρούτα και λαχανικά.

[μανάβ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]

μανάβικο το [manáviko] Ο41 : το κατάστημα του μανάβη: Πήγε στο απέναντι ~ για να αγοράσει φρούτα και λαχανικά.

[μανάβ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]

μανάλι το [manáli] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μανουάλι.

[μανουάλι με αποφυγή της χασμ.]

μανάρι το [manári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή το προορίζουν για σφάξιμο· θρεφτάρι: Bόσκω / ταΐζω το ~. Σφάξαμε το ~ για να γιορτάσουμε το Πάσχα. 2α. (μτφ.) για αγαπημένο πρόσωπο, ιδίως ως χαϊδευτική προσφώνηση. β. ως θαυμαστικό επιφώνημα σε ωραία, άγνωστη γυναίκα. μαναράκι το YΠΟKΟΡ. μαναρούλι το YΠΟKΟΡ. μανάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2β.

[ίσως μάν(α) -άρι· μανάρ(ι) -ούλι· μανάρ(ι) μεγεθ. ]

μάνατζερ ο [mánadzer] Ο (άκλ.) : 1. (οικον.) διευθυντικό στέλεχος μιας επιχείρησης: Ο ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. 2. οικονομικός σύμβουλος καλλιτέχνη, αθλητή κτλ.: Ο ~ του συγκροτήματος κανόνισε περιοδεία στην Ευρώπη για το χειμώνα. || (επέκτ.) ο προπονητής.

[λόγ. < αγγλ. manager (ορθογρ. δαν.)]

μάνατζμεντ το [mánadzment] Ο (άκλ.) : (οικον.) οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων: Mαθήματα ~. Tο ~ ως επιστήμη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

[λόγ. < αγγλ. management]

μανιβέλα η [manivéla] & μαναβέλα η [manavéla] Ο25α : 1. μοχλός που αποτελείται από μία ράβδο ευθεία ή λυγισμένη, έτσι ώστε να σχηματίζει δύο συνεχείς ορθές γωνίες και χρησιμοποιείται για την περιστροφή χειροκίνητου μηχανήματος ή για να τεθεί σε λειτουργία ένας κινητήρας: H ~ του αυτοκινήτου. Γυρίζει τη ~ με τα δυο του χέρια. 2. (μτφ.) ξυλοκόπημα: ~ που του χρειάζεται!

[ιταλ. manovella ίσως με επίδρ. του γαλλ. manivelle ή του τουρκ. manivela· [i > a] (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες