Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαμούνι
1 εγγραφή
μαμούνι το [mamúni] & μαμούδι το [mamúδi] Ο44 : κάθε μικρό ζωύφιο που συνήθ. ζει παρασιτικά επάνω σε φυτά ή καρπούς: Tα φύλλα της γλάστρας έχουν μαμούνια. Kοίτα να ξεπλύνεις καλά τα φασόλια, γιατί έχουν μαμούνια. μαμουνάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μαμούνιν ίσως < μαμ -ούνι· μσν. μαμούδι < μαμ(ούνι) -ούδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες