Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαμά
1 εγγραφή
μαμά η [mamá] Ο23 : (οικ.) 1. η μάνα, η μητέρα: Έλα, κούκλα μου, στη ~. Kάποτε πρέπει να ξεκουράσεις κι εσύ τη ~ σου. (έκφρ.) είναι παιδί* της μαμάς (του) ή είναι παιδί* της μαμάς και του μπαμπά. || συχνά σε προσφώνηση: Tι θα φάμε σήμερα, ~; || επιφωνηματικά, ιδίως σε ξαφνικό φόβο: ~ μου, τι πήγαμε να πάθουμε! 2. η πεθερά, συνήθ. ως προσφώνηση. μαμάκα η YΠΟKΟΡ. μαμακούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. μάμμα με μετακ. τόνου από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. maman και ορθογρ. απλοπ. < αρχ. μάμμ(η) μεταπλ. -α, λ. νηπιακή· μαμ(ά) -άκα· μαμάκ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες