Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλλιαρισμός
1 εγγραφή
μαλλιαρισμός ο [malarizmós] Ο17 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στο δημοτικισμό. || ο ακραίος δημοτικισμός.

[λόγ. μαλλιαρ(ός) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες