Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλλιαρισμός ο [malarizmós] Ο17 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στο δημοτικισμό. || ο ακραίος δημοτικισμός.
[λόγ. μαλλιαρ(ός) -ισμός]