Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλαφράντζα η [malafrándza] Ο25α : (παρωχ.) η σύφιλη και με επέκταση κάθε αφροδίσιο νόσημα: Λες να άρπαξε καμιά ~ με την άσωτη ζωή που κάνει;
[ιταλ. male di Francia `αρρώστια της Γαλλίας΄ με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]