Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόπνοος
1 εγγραφή
μακρόπνοος -η -ο [makrópnoos] Ε5 : που γίνεται ή είναι έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις όχι μόνο του παρόντος αλλά και του μέλλοντος: Mακρόπνοη πολιτική. Mακρόπνοο σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. μακρόπνοος `που ανασαίνει βαθιά΄ σημδ. γαλλ. de longue haleine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες