Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρόπνοος -η -ο [makrópnoos] Ε5 : που γίνεται ή είναι έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις όχι μόνο του παρόντος αλλά και του μέλλοντος: Mακρόπνοη πολιτική. Mακρόπνοο σχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. μακρόπνοος `που ανασαίνει βαθιά΄ σημδ. γαλλ. de longue haleine]