Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρυμάλλης
1 εγγραφή
μακρυμάλλης -α -ικο [makrimális] Ε9 : που έχει μακριά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.

[μακρυ- + -μάλλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες