Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρινάρι το [makrinári] Ο44 : (προφ.) 1. κάθε χώρος ή πράγμα, ιδίως τετράπλευρο, που το μήκος του είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από το πλάτος: H αίθουσα ήταν ένα σκοτεινό ~ με πλάτος πέντε και μήκος τριάντα μέτρα. 2. (μτφ.) για οτιδήποτε μακρύ ή μακροσκελές: Mια λέξη ~.
[μσν. *μακρυνάρι < αρχ. μακρύν(ω) -άρι]