Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρόνι
4 εγγραφές [1 - 4]
μακαρόνι το [makaróni] Ο44 : 1. (συνήθ. πληθ.) είδος ζυμαρικών που συνήθ. έχει σχήμα λεπτού σωλήνα: Mακαρόνια ψιλά / χοντρά / κοφτά. || η μακαρονάδα: Mαγειρεύω / τρώω μακαρόνια. Mακαρόνια με τυρί / με κιμά. 2. (μτφ.) α. πολύ μεγάλη λέξη ή μακροσκελής φράση. β. καθετί που μοιάζει με μακαρόνι. μακαρονάκι το YΠΟKΟΡ: Kοφτό* ~.

[ίσως αντδ. < βεν. macarone, πληθ. macaroni που θεωρήθηκε εν. < μσν. μακαρία (δες στο μακαριά)]

μακαρονίζω [makaronízo] Ρ2.1α : κάνω μακαρονισμούς.

[λόγ. μακαρον(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]

μακαρονικός -ή -ό [makaronikós] Ε1 : (για κείμενο) που περιέχει αρχαϊκούς, διαλεκτικούς ή ξένους γλωσσικούς τύπους.

[λόγ. < γαλλ. maca ronique `κείμενο ανάμεικτο με λατινικούρες΄ < παλ. ιταλ. macaron δες στο μακαρόνι) -ique = -ικός]

μακαρονισμός ο [makaronizmós] Ο17 : αντικανονική χρήση αρχαϊκών, διαλεκτικών ή ξένων γλωσσικών τύπων.

[λόγ. < γαλλ. macaronisme < macaron(ique) = μακαρον(ικός) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες