Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρονικός
1 εγγραφή
μακαρονικός -ή -ό [makaronikós] Ε1 : (για κείμενο) που περιέχει αρχαϊκούς, διαλεκτικούς ή ξένους γλωσσικούς τύπους.

[λόγ. < γαλλ. maca ronique `κείμενο ανάμεικτο με λατινικούρες΄ < παλ. ιταλ. macaron δες στο μακαρόνι) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες