Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαθές [maθés] & μαθέ [maθé] μόριο : (λαϊκότρ.) με πολλαπλή λειτουργία: 1. σε επεξήγηση· δηλαδή: Tην ώρα εκείνη μπήκε μέσα ο παπάς, ο πατέρας σου ~, και είπε
2. (ειρ.) σε βεβαίωση ή αυτονόητη συνέπεια: Tι περιμένεις ~ από τους τουρίστες. 3. συχνά σε ερωτήσεις με τη σημασία αλήθεια, άραγε: Γιατί ~ τον φωνάζουν έτσι; || (ειρ.): Εδώ είσαι ~ τόση ώρα και δε μιλάς; || Έγινε κι αυτός γαμπρός ~!
[προστ. μάθε του ρ. μαθαίνω με επίδρ. των προστ. δες (βλέπω), πες (λέω)· αποβ. του [s] αναλ. προς άλλα ζευγάρια: τότε - τότες]